φουρτουνιάζω

φουρτουνιάζω
Ν [φουρτούνα / φορτούνα]
1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης
2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης
3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, -η, -ο
α) τρικυμιώδης, θυελλώδης
β) μτφ. i) πολυτάραχος («φουρτουνιασμένα χρόνια»)
ii) πολύπαθος, δυστυχισμένος, αξιολύπητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουρτουνιάζω — φουρτουνιάζω, φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουρτουνιάζω — φουρτούνιασα, φουρτουνιασμένος, αμτβ., συνήθ. στο γ πρόσωπο 1. (για θάλασσα, για καιρό), γίνομαι θυελλώδης, προκαλώ τρικυμία, αφρομανώ: Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (Γ. Βιζυηνός). 2. μτφ., αγριεύω, εξαγριώνομαι, γίνομαι έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

  • φουρτουνιασμένος — η, ο βλ. φουρτουνιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”