- φουρτουνιάζω
- Ν [φουρτούνα / φορτούνα]1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, -η, -οα) τρικυμιώδης, θυελλώδηςβ) μτφ. i) πολυτάραχος («φουρτουνιασμένα χρόνια»)ii) πολύπαθος, δυστυχισμένος, αξιολύπητος.
Dictionary of Greek. 2013.